δάντειος

δάντειος
-ο (και δαντικός, -ή, -ό)
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ποιητή Δάντη
2. όποιος έχει συντεθεί με την τεχνοτροπία τού Δάντη («δάντειος στίχος»)
3. φρ. «δαντική κόλαση», «δαντική φρίκη» — για σκηνές ή περιστάσεις που θυμίζουν σκηνές από την Κόλαση τού Δάντη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”